καταστιχογράφος

καταστιχογράφος
ο
αυτός που τηρεί λογιστικά βιβλία, λογιστής: Τον έχω καταστιχογράφο στο κατάστημά μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταστιχογράφος — ο, η αυτός που έχει ως επάγγελμα την καταστιχογραφία, που τηρεί τα λογιστικά βιβλία, ο λογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + γράφος (< γράφω), πρβλ. διηγηματο γράφος, πρακτικο γράφος. Η λ. μαρτυρειται από το 1861 στον Μ. Στ. Μαλαία] …   Dictionary of Greek

  • καταστιχογραφία — η η τήρηση τών λογιστικών βιβλίων ενός καταστήματος, η καταγραφή τών διαφόρων εμπορικών πράξεων εταιρείας, επιχείρησης, καταστήματος στα κατάστιχα, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστιχογράφος. Η λ. μαρτυρειται από το 1810 στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”